Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

οδοντοστοιχία, η

         
dentition; denture

     [oδontostichi'a]    

Ερμηνεία:

1. Η φυσική διάταξη των δοντιών στα οδοντικά τόξα. 2.Τεχνητή οδοντοστοιχία.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:
[< οδούς, οδόντος (tooth) + στοιχία (> - στοιχός < στοίχος (σειρά, γραμμή,line, range, chain, file, flight, row, train, queue)







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Oδοντιατρική: